Αλατότητα και θαλασσινό νερό

στις

Σε αυτό το κείμενο θα γίνει σύνδεση μεταξύ θαλασσινού νερού και αλατότητας…

Το αλάτι της θάλασσας χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο στις τροφές διότι τους προσδίδει μία ιδιαίτερη νοστίμια!

Το νερό της θάλασσας είναι νερό στο οποίο βρίσκεται διαλυμένη μία ποικιλία στερεών και αερίων. Εδώ θα γίνει αναφορά στα στερεά.

Πολλοί λέμε ότι η θάλασσα έχει αλάτι και εννοούμε το γνωστό σε μας χλωριούχο νάτριο (κοινή ονομασία: άλας). Πόσο κοντά στην πραγματικότητα είναι αυτό;

Πάρα πολύ κοντά. Το αλάτι αποτελείται από ιόντα χλωρίου και νατρίου και επειδή αυτά βρίσκονται σε υψηλές ποσότητες στο θαλασσινό νερό έτσι και το αλάτι υφίσταται σε υψηλές συγκεντρώσεις. Υπάρχουν όμως συγκεντρώσεις και άλλων ιόντων σε μικρότερο βαθμό από τη συγκέντρωση του άλατος οι οποίες αν δεν υπήρχαν δε θα είχαν επιβιώσει οι οργανισμοί. Επομένως όταν λέμε το αλάτι της θάλασσας εννοούμε το χλωριούχο νάτριο καθώς και όλα τα υπόλοιπα ιόντα.

Το χλωριούχο νάτριο ή αλλιώς άλας

Επομένως, το αλάτι (ιόντα χλωρίου και νατρίου) καθώς και άλλα ιόντα (π.χ. θειικών, μαγνησίου, ασβεστίου, καλίου, βρωμίου, στρουντίου κ.α) αποτελόυν την αλατότητα της θάλασσας, δηλαδή τη συνολική ποσότητα διαλυμένου στερεού υλικού.

Τα κύρια συστατικά που απαρτίζουν το 99,28% του βάρους του στερεού υλικού (άλατος) είναι τα:

  • ιόντα χλωρίου (55,04 %)
  • ιόντα νατρίου (30,61 %)
  • θειικές ρίζες (7,68 %)
  • ιόντα μαγνησίου (3,69%)
  • ιόντα καλίου (1,16%)
  • ιόντα ασβεστίου (1,10%)

Να ένας ορισμός που δόθηκε για την αλατότητα: «Το συνολικό ποσό των διαλυμένων υλικών που βρίσκονται σε 1 κιλό θαλασσινού νερού». Αυτός ο ορισμός όμως δεν είναι ακριβής υπάρχει και άλλος ένας ορισμός ο οποίος είναι πιο επιστημονικός και είναι ο εξής: «Αλατότητα είναι το συνολικό ποσό στερεών υλικών του θαλασσινού νερού όταν όλες οι ανθρακικές ρίζες έχουν μετατραπεί σε οξείδια, το βρώμιο και το ιώδιο έχουν αντικατασταθεί από χλώριο και όλα τα οργανικά υλικά έχουν πλήρως οξειδωθεί»

Το CTD καθώς βυθίζεται στη θάλασσα

.

Σε 1 κιλό θαλάσσινού νερού περιέχονται 35 γραμμάρια διαλυμένων στερεών (άλατος δηλαδή).

Αρχικά ήταν πολύ δύσκολο να μετρηθεί η συγκέντρωση της αλατότητας. Οι ωκεανογράφοι χρησιμοποίησαν πολλούς τρόπους για να την προσδιορίσουν, όμως δεν ήταν και πολύ ακριβείς. Σήμερα όμως η μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η μέθοδος μέτρησης της αλατότητας διαμέσου της αγωγιμότητας (conductivity). Χρησιμοποιείται ένα ειδικό όργανο το οποίο ονομάζεται CTD (Conductivity Temperature Depth), το οποίο μετρά την αγωγιμότητα και μετά υπολογίζει την αλατότητα.

Σχολιάστε